- αναγαλλιάζω
- -ιασα, -ιασμένος, χαίρομαι υπερβολικά: Τον είδα κι αναγάλλιασε η ψυχή μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναγαλλιάζω — αναγαλλιάζω, αναγάλλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγαλλιάζω — 1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι 2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α) * + αναγαλλιάζω. ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός] … Dictionary of Greek
αναγάλλιαση — η [αναγαλλιάζω] χαρά, ευφροσύνη, ικανοποίηση … Dictionary of Greek
αναγάλλιασμα — το [αναγαλλιάζω] η αναγάλλιαση … Dictionary of Greek
αναγαλλιασμός — ο [αναγαλλιάζω] η αναγάλλιαση … Dictionary of Greek
αγαλλιάζω — και αναγαλλιάζω (αν)αγάλλιασα, χαίρομαι, ευφραίνομαι: Μόλις αντίκρισε τα γνώριμά του πρόσωπα αναγάλλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)